ἔνοπλα

ἔνοπλα
ἔνοπλος
in arms
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… …   Dictionary of Greek

  • τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • ΕΑΜ — (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας οργάνωσης του είδους άρχισαν τον Μάιο του 1941 με την πρωτοβουλία πολιτικών… …   Dictionary of Greek

  • ΕΚΚΑ — (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η οργάνωση ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, με την πρωτοβουλία του πολιτευτή Γ. Καρτάλη και των Α.… …   Dictionary of Greek

  • Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”